Συγκριτική δοκιμή: BMW X4 30i xDrive vs Mercedes-Benz GLC Coupe 300de
ΔΟΚΙΜΕΣΣυγκριτική δοκιμή: BMW X4 30i xDrive vs Mercedes-Benz GLC Coupe 300de
ΔΟΚΙΜΕΣΗ Mercedes GLC Coupe και η BMW X4 διασταυρώνουν τα ξίφη τους, αναζητώντας τον ρόλο του πρωταγωνιστή ανάμεσα στο κουπέ ζητούμενο της τρέχουσας μόδας και στο τουπέ της premium τεχνολογικής υπεροχής. Spoiler alert: Υπάρχει νικητής.
Δύσκολο πράγμα να τα βάλεις με τις μόδες και τα trends, ιδίως όταν όλα αυτά συνδυάζονται με την πανάρχαια ανάγκη του ανθρώπου να ξεχωρίζει από το πλήθος και να επιδεικνύεται. Δύσκολο, επίσης, πράγμα να κατανοήσεις για ποιον λόγο θα προτιμήσει κανείς ένα μεγάλο SUV το οποίο το επέλεξε από ένα sedan για να είναι πρακτικό και άνετο, αλλά τελικά διαλέγει ένα μάλλον άβολο αμάξωμα που κάνει τους πίσω επιβάτες να αισθάνονται σαν υποψήφιοι δραπέτες σε escape room. Μέγα είσαι μάρκετινγκ και θαυμαστά τα έργα σου!
WHAT CAR
Μπορείς να φιλοσοφείς με τις ώρες και να ψάχνεις τις βαθύτερες ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου να τρεντάρει το τελευταίο βιομηχανικό insta-story, όμως οι αριθμοί είναι αμείλικτοι και σε προσγειώνουν στην πραγματικότητα. Ο κόσμος θέλει κουπέ SUV, η αγορά διψά για τέτοια μοντέλα, και ακόμα οι λαϊκές γειτονιές της παγκόσμιας αυτοκινητοβιομηχανίας αρχίζουν να γεμίζουν με επικλινείς οροφές και σπορ SUV προσδοκίες.
Ως εκ τούτου παραδίνουμε αμαχητί τα όπλα της αυτοκινητικής ψυχανάλυσης και προσγειωνόμαστε στην συγκριτική δοκιμή που βλέπετε στις οθόνες σας. Μία συγκριτική δοκιμή που φέρνει και πάλι αντιμέτωπες δύο εταιρίες και αντίστοιχα μοντέλα που ουσιαστικά δημιούργησαν αυτόν το χαμό με τα κουπέ SUV, και που συνεχίζουν να αποτελούν τα σημεία αναφοράς για τα τεκταινόμενα αυτής της νέας βιομηχανικής μόδας.
Ως προς το design, και τα δύο αυτοκίνητα αποτελούν τον ορισμό αυτής της τόσο ανθηρής υποκατηγορίας των μεγάλων κουπέ-SUV, που αντλεί την ορμή της και εξαντλείται σχεδιαστικά στην διαμόρφωση του πίσω μέρους και την πιο έντονη κλίση της οροφής. Η Χ4 βρίσκεται εδώ στην πρόσφατα ανανεωμένη γενιά της, η οποία έχει κάμποσες αλλαγές, με περισσότερο δράμα και μεγαλύτερες εντάσεις στις γραμμές του αμαξώματος, και λίγο πιο τονισμένες αναλογίες σε σχέση με την πιο low profile αλλά και πιο ισορροπημένη προηγούμενη γενιά.
Οι αλλαγές στο εμπρός μέρος με τα πιο στενά φωτιστικά σώματα και το συνεχόμενο ψάξιμο της εταιρίας με την μάσκα και το διαβόητο πλέον μέγεθος των «νεφρών» είναι ίσως το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του φρεσκαρίσματος. Εδώ η κουπέ διάσταση του πίσω μέρους δείχνει λίγο πιο αμήχανη και χωρίς την ρέουσα σχεδιαστική αντίληψη που χαρακτηρίζει κάθε ΒΜW που θέλει -έστω και τύποις- να ονομάζεται σπορ.
Απέναντί της η GLC, παρά τα περισσότερα χρόνια της, δείχνει να έχει χωνέψει πιο σωστά το κουπέ ζητούμενο, με το πίσω μέρος να ενσωματώνεται με μεγαλύτερη φυσικότητα στον ούτως ή άλλως μεγάλο όγκο του οχήματος. Στο εμπρός μέρος δεν υπάρχει κάποια έκπληξη, όντας μία τυπική Mercedes, με γραμμές και λεπτομέρειες που πλέον έχουν δουλευτεί πολύ και δεν προκαλούν κάποια ιδιαίτερη αίσθηση (πέρα βεβαίως από τον όγκο, κάτι που ισχύει και για την Χ4).
Στο σαλόνι του κάθε αυτοκινήτου θα συναντήσουμε τις κλασικές σχεδιαστικές αντιλήψεις του κάθε κατασκευαστή, οι οποίες, και στις δύο περιπτώσεις, έχουν αρχίσει πλέον να δείχνουν την ηλικία τους, χωρίς εκπλήξεις και κάποια τεχνολογική φρεσκάδα από αυτές που αφθονούν πλέον στα ηλεκτρικά τους. Από τη μια υπάρχει το ταμπλό της X4 με την κλασική πλέον διάταξη των δύο ανεξάρτητων οθονών, και τον αρκετά υποτονικό ψηφιακό πίνακα οργάνων να μην έχει βρει ακόμα την τεχνολογική αλλά και αισθητική του ταυτότητα (τουλάχιστον για τα δεδομένα μιας ΒΜW).
Παράλληλα όμως, στην Χ4 το τελευταίας γενιάς σύστημα πολυμέσων είναι ελαφρά πιο πρακτικό και γρήγορο στην επικοινωνία με τον οδηγό, με τον κεντρικό επιλογέα να έχει ξεκάθαρες λειτουργίες για γρήγορη μετάβαση στα μενού, τα οποία είναι πιο τακτοποιημένα και εύκολα στην διαχείριση.
H GLC κερδίζει στην γενικότερη εντύπωση που προκαλεί το ΜΒUX παρά το ότι και αυτό δεν είναι το πιο high-tech με τις ενιαίες οθόνες, με πιο φαντεζί γραφικά και ένα πιο ψηφιακό περιβάλλον. Aν και η επιλογή που έχει κάνει η Mercedes με πολλούς διακόπτες (στο τιμόνι, στις οθόνες, στην κονσόλα) να εκτελούν πάνω-κάτω τις ίδιες εργασίες, μάλλον μπερδεύουν παρά εξυπηρετούν.
Η θέση οδήγησης είναι ελαφρά καλύτερη και πιο «μέσα» στο αυτοκίνητο στην ΒΜW, η οποία στην έκδοση της δοκιμής διαθέτει και ένα σετ εκπληκτικών μπάκετ καθισμάτων με άπειρες ρυθμίσεις. Πάντως και τα λιγότερο εντυπωσιακά καθίσματα της GLC συγκρατούν πολύ καλά το σώμα στις στροφές και μάλιστα είναι και πιο άνετα στα μεγάλα ταξίδια.
Στο θέμα του εξοπλισμού, προφανώς και η κάθε μία από τις δύο εταιρίες έχει προσθέσει ότι προβλέπεται ως εκ των ων ουκ άνευ σε αυτή την κατηγορία τιμής για να αποτελεί βασικό εξοπλισμό ενός τέτοιου αυτοκινήτου. Από εκεί και πέρα, είναι στο χέρι και στην… τσέπη του κάθε αγοραστή να πάρει ως βάση τα 70 χιλιάρικα και να τα… εκατοστίσει, προσθέτοντας ότι τραβάει η όρεξή επιπλέον από τον μακρύ και αλμυρό κατάλογο που έχουν και οι δύο Γερμανοί (εμείς πάντως θα επιλέγαμε σίγουρα την ρυθμιζόμενη ανάρτηση).
Σε ό,τι αφορά τους χώρους και την πρακτικότητα, και αφού αποφασίσει κανείς ότι χρειάζεται αυτή την κουπέ λογική, θα πρέπει να είναι αποφασισμένος να κάνει σημαντικές παραχωρήσεις, ιδίως σε ότι αφορά τους πίσω επιβάτες. Η κλίση της οροφής και τα μικρά παράθυρα γίνονται πιο εμφανή στην Χ4, με το μισό σχεδόν κεφάλι ενός επιβάτη 1,80 μέτρων να βρίσκεται πάνω από την γραμμή του πλευρικού παραθύρου.
Οι διαθέσιμοι χώροι είναι ελαφρά καλύτεροι στην GLC τόσο εμπρός από τα γόνατα όσο και επάνω από το κεφάλι των πίσω επιβατών, με τη Mercedes να έχει και πιο σωστή κλίση των καθισμάτων στις πλάτες. Tης λείπουν όμως βασικές παροχές που υπάρχουν στην Χ4 όπως θύρες USB και ξεχωριστή ρύθμιση του κλιματισμού για τις πίσω θέσεις.
Όσο για τον χώρο των αποσκευών, η BMW κυριαρχεί τόσο σε διαθέσιμο όγκο όσο και στη γενικότερη διαρρύθμιση, με πιο χαμηλό κατώφλι φόρτωσης και σαφώς μεγαλύτερο άνοιγμα από εκείνο της GLC, η οποία έχει να αντιπαρέλθει και την ύπαρξη της μπαταρίας που κλέβει αρκετό ζωτικό χώρο.
Σε ό,τι αφορά τα μηχανικά μέρη, και δη τους κινητήρες, υπάρχουν πολλές επιλογές και στις δύο μάρκες. Στην δοκιμή μας βρέθηκαν αντιμέτωπες δύο εκδόσεις με παραπλήσια τιμή, αλλά πολύ διαφορετικές προδιαγραφές. Η έκδοση 30i της X4 εφοδιάζεται με τον τετρακύλινδρο twin turbo βενζινοκινητήρα με νέο, ήπια υβριδικό σύστημα των 48V με την ισχύ να φθάνει στους 245 ίππους (11 ίπποι είναι η συνεισφορά της γεννήτριας όταν και εφόσον χρειαστεί να συνδράμει τον κινητήρα).
Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα πολιτισμένο και γραμμικό σύνολο, το οποίο σε συνδυασμό με το 8τάχυτο Steptronic δουλεύει στρωτά και αθόρυβα, χωρίς εξάρσεις και κάποια ένταση που ίσως να περιμένει κανείς από ένα -τουλάχιστον στα λόγια- σπορ κουπέ. Η κατανάλωσή του είναι λογική για τα δεδομένα και το βάρος της X4, φθάνοντας σε συγκρατημένο ταξίδι ακόμα και κοντά στα 8,5 λίτρα/100 χλμ., αν και συνήθως βρίσκεται το λιγότερο δύο λίτρα παραπάνω από την GLC σε παραπλήσιες διαδρομές.
Από την πλευρά της η GLC της δοκιμής μας συνδυάζεται με ένα σύγχρονο plug-in υβριδικό σύστημα, το οποίο κερδίζει ακόμα περισσότερους πόντους χάρη στην συνύπαρξή του με πετρελαιοκινητήρα. Η συνδυαστική ισχύς φθάνει εδώ στους 306 ίππους, ενώ η εντυπωσιακή ροπή των 700 Nm είναι διπλάσια από εκείνη της Χ4, και μάλιστα με την εκρηκτική ένταση που προσφέρει ο συνδυασμός της με τον ηλεκτροκινητήρα και την άμεση απόκριση στο γκάζι.
Η μπαταρία ιόντων λιθίου, με χωρητικότητα 13,5 kWh επαρκεί για 45 με 50 χιλιόμετρα σε αστική χρήση, ενώ η φόρτισή της μπορεί να χρειαστεί από κάτι παραπάνω από 3 ώρες σε συμβατική πρίζα, ή μιάμιση ώρα σε ένα κλασικό wallbox. Σε ένα τυπικό σενάριο κίνησης μέσα στην πόλη η κατανάλωση μπορεί να είναι από μηδενική ή και κάτω από τα 3,0 λίτρα/100 χλμ. Για τα πρώτα 100 χιλιόμετρα…
Όταν αδειάσει η μπαταρία, το υβριδικό σύστημα συνεχίζει να λειτουργεί υποστηρικτικά του κινητήρα, εξασφαλίζοντας εκπληκτικές επιδόσεις για το βάρος του αμαξώματος και ένα πολύ γεμάτο έως βίαιο τράβηγμα από χαμηλά στο οποίο βοηθά και το 9άρι κιβώτιο που δένει ιδανικά με τα χαρακτηριστικά του υβριδικού πετρελαιοκινητήρα.
Η μέση κατανάλωση που καταγράψαμε σε σβέλτο ταξίδι με γεμάτη μπαταρία δεν ξεπέρασε τα 7,5 λίτρα/100 χλμ., τιμή πραγματικά εκπληκτική για αυτοκίνητο αυτού του όγκου και των δυνατοτήτων (μην ξεχνάμε επίσης και ότι πρόκειται για πετρέλαιο).
Και οι δύο διαθέτουν τις σύγχρονες εκδόσεις τετρακίνησης της κάθε μάρκας (xDrive για τη ΒΜW, 4MATIC για τη Μercedes), οι οποίες είναι αποτελεσματικές σε ένα πλήθος ειδικών συνθηκών χαμηλής πρόσφυσης αλλά και εκτός ασφάλτου. Όμως τα φαρδιά ελαστικά και στις δύο περιπτώσεις αποτελούν πονοκέφαλο και χρειάζονται προσοχή και σύνεση (όχι, η τετρακίνηση δεν αποτελεί εγγύηση ακόμα και στην πολική Αττική Οδό).
Στον δρόμο, τα δύο ογκώδη SUV ξεδιπλώνουν τα χαρακτηριστικά κάθε μάρκας, με αρκετές ομοιότητες σε πολλά κομβικά σημεία αλλά και ουσιώδεις διαφορές. Και τα δύο είναι η χαρά της οδήγησης και του ευ ζην στο μεγάλο ταξίδι στην Εθνική Οδό, έχοντας μεγάλα αποθέματα ισχύος για πολύ υψηλές ταχύτητες, απίστευτη σταθερότητα και ένα μοναδικό τρόπο να σε κάνουν να νιώθεις κυρίαρχος της ασφάλτου ότι και αν συναντήσεις στον δρόμο σου.
Από εκεί και πέρα αρχίζουν οι διαφορές, με πρώτη και πιο εμφανή την μάλλον αναίτια πιο σφιχτή ρύθμιση της ανάρτησης της X4, η οποία περνά αρκετό από το ανάγλυφο του δρόμου στον χώρο των επιβατών. Αυτό τονίζεται ακόμα περισσότερο από την επιλογή των ελαστικών με το 45άρι προφίλ και τις ζάντες των 20 ιντσών, καθώς η ανάρτηση αυτή καθαυτή είναι αρκετά ψαγμένη και με πολύ premium χαρακτηριστικά.
Απέναντί της η GLC είναι σαφώς πιο άνετη, με πιο λογική επιλογή στα λάστιχα (255/55 R19) και με ξεκάθαρα καλύτερη δυνατότητα απόσβεσης των εγκάρσιων ανωμαλιών. Το ενδιαφέρον με την ανάρτηση της GLC είναι ότι αν και δεν έχει τόσο στακάτη απόσβεση όσο της X4, καταφέρνει να ελέγχει εξίσου ικανοποιητικά το αμάξωμα και στις πιο σβέλτες διαδρομές, χωρίς μεγάλες κλίσεις και εμπνέοντας περισσότερη εμπιστοσύνη να κινηθείς γρήγορα.
Στην ίδια διαδικασία και σε καλή άσφαλτο η BMW έχει ελαφρά το πάνω χέρι, χάρη κυρίως στο λίγο καλύτερο τιμόνι (όχι πάντως στα επίπεδα που έχεις συνηθίσει από μία ΒΜW) και το πιο στιβαρό πλαίσιο. Όμως οι διαφορές δεν είναι μεγάλες κάτι που προσθέτει ένα bonus στην Mercedes η οποία σε αυτού του τύπου τα μεγάλα SUV έχει καταφέρει να κάνει άλματα στα οδηγικά χαρακτηριστικά και την ικανοποίηση που μπορούν να προσφέρουν σε έναν οδηγό που ψάχνεται λίγο παραπάνω. Και όλα αυτά παρά τα 200+ επιπλέον υβριδικά κιλά που είναι υποχρεωμένη να κουβαλάει.
Συνοψίζοντας, είναι προφανές ότι για να φθάσει να αγοράζει κανείς ένα από αυτά τα δύο αυτοκίνητα (είτε ως ιδιώτης είτε ως στέλεχος εταιρίας) προφανώς έχει λύσει πολλά περισσότερα προβλήματα στη ζωή του από το να τον απασχολούν έννοιες όπως η πρακτικότητα και ο χρηστικός χαρακτήρας. Για κάποιους -τους περισσότερους, ας μην κρυβόμαστε- η ζωή είναι ωραία όταν μπορείς να το δείχνεις κιόλας. Και αυτή η κουπέ αντίληψη του φαίνεσθαι ταιριάζει γάντι στους καιρούς μας.
Αφήνοντας στην άκρη την αυτοκινητική παραφιλολογία, ξεκαθαρίζουμε ότι έχουμε να κάνουμε με δύο εξαιρετικά αυτοκίνητα, με το κάθε ένα από αυτό να τιμά την φιλοσοφία του κατασκευαστή του και να μιλά κατευθείαν στο αγοραστικό ένστικτο των φανατικών κάθε μάρκας.
Από τη μια η Χ4 είναι μία κλασική περίπτωση BMW, με τσαγανό και οδηγική ένταση, ένα απίστευτης στιβαρότητας πλαίσιο και εκείνη την κλασική για τους Βαυαρούς αίσθηση του να γίνεσαι «ένα» με το αυτοκίνητο, ακόμα και είναι ένα ψηλό και λίγο άχαρο SUV. Και από την άλλη η GLC υπενθυμίζει και εδώ το τεχνολογικό status της Mercedes, όντας παράλληλα μοναδικά άνετη και απίστευτα σταθερή και προσαρμόσιμη σε ότι της ζητηθεί, έστω και χωρίς τις «κουπέ-σπορ» αναφορές.
Αν θα έπρεπε να ξεχωρίσουμε ένα το συγκεκριμένο δίδυμο, αυτό θα ήταν η GLC. Στα 70+ χιλιάρικα που κοστίζουν και τα δύο είναι ένα αυτοκίνητο πιο εστιασμένο στο ζητούμενο ενός μεγάλου SUV, σαφώς πιο άνετο, εξίσου σβέλτο και οδηγικά ενδιαφέρον και με μία υβριδική τεχνολογία που στο τέλος της ημέρας κάνει την διαφορά σε πολλά επίπεδα και όχι μόνο στο μαρκετινίστικο σόου.
Οι τρεις χιλιάδες που τη χωρίζουν από την Χ4 στην βασική έκδοση δικαιολογούνται εύκολα από το πολύ πιο σύνθετο και ακριβό μηχανολογικό της υπόβαθρο και την plug-in υβριδική διάταξη, καθιστώντας την -συγκριτικά- και value for money για την κατηγορία. Και σίγουρα το απόλυτο sweet spot διαστάσεων-τεχνολογικού status-οδηγικής ευχαρίστησης. Και, γιατί όχι, απίστευτης οικονομίας.
Εμφανώς πιο συγκεντρωμένη στον στόχο των μεγάλων SUV η GLC, δεν αμελεί εκτός από τις κουπέ εμπορικές συγκυρίες της εποχής να εστιάζει και στην σχεδιαστική και τεχνολογική αυτογνωσία που πρέπει να έχει ένα αυτοκίνητο σε αυτά τα χρήματα. Και να δικαιολογεί απόλυτα και το τουπέ της πρώτης επιλογής μας.
Τεχνικά Χαρακτηριστικά – BMW X4 30i xDrive
Κινητήρας: Τετρακύλινδρος βενζίνης, turbo, 1.998 cc
Ισχύς: 245 PS/ 5.000-6500 rpm
Ροπή: 350 Nm/ 1.460-4.800 rpm
Μετάδοση: Στους τέσσερις τροχούς
Κιβώτιο: Αυτόματο 6 σχέσεων
Επιτάχυνση 0-100 km/h: 6,6 δλ.
Τελική ταχύτητα: 235 km/h
Μέση κατανάλωση εργοστασιακή/ δοκιμής: 7,5/ 5,5 l/100 km
Εκπομπή CO2: 171 gr/km
Βάρος: 1.890 kg
Διαστάσεις (Μ/Π/Υ): 4.751 x 1.918 x 1.637 mm
Μεταξόνιο: 2.864 mm
Χώρος αποσκευών: 525-1.430 lt
Τιμή: 71.100 ευρώ
Τεχνικά Χαρακτηριστικά – Mercedes-Benz GLC 300de Coupe
Κινητήρας: Τετρακύλινδρος πετρελαίου, turbo, 1.950 cc
Συνδυαστική Ισχύς: 306 PS
Συνδυαστική Ροπή: 700 Nm
Ισχύς κινητήρα diesel: 194 PS/3.800 rpm
Ροπή κινητήρα πετρελαίου: 400 Nm/1.600-2.800 rpm
Iσχύς ηλεκτρικού μοτέρ: 122 PS
Ροπή ηλεκτρικού μοτέρ: 440 Nm
Μετάδοση: Στους τέσσερις τροχούς
Κιβώτιο: Αυτόματο 9 σχέσεων
Επιτάχυνση 0-100 km/h: 6,2 δλ.
Τελική ταχύτητα: 230 km/h
Μέση κατανάλωση εργοστασιακή/ δοκιμής: 1,9/7,7l/100 km
Εκπομπή CO2: 44 gr/km
Βάρος: 2.135 kg
Διαστάσεις (Μ/Π/Υ): 4.742 x 1.890 x 1.622 mm
Μεταξόνιο: 2.873 mm
Χώρος αποσκευών: 350-1.250 lt
Τιμή: 74.280 ευρώ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Δοκιμή: Mercedes-Benz C 200
Δοκιμή: Mercedes-Benz GLB 200 4MATIC
Δοκιμή: BMW iX3