Οδηγούμε το MG Cyberster
ΔΟΚΙΜΕΣΟδηγούμε το MG Cyberster
ΔΟΚΙΜΕΣΚάπου ανάμεσα στο τολμηρό και το εξωφρενικό, το Cyberster είναι το MG που κανείς δεν περίμενε ή δεν ζήτησε. Ένα εμπνευσμένο άλμα σε νέα, άγνωστα εδάφη… ή απλά ένα νέο μπέρδεμα;
Είναι δύσκολο να το πιστέψω. Για ένα αυτοκίνητο που φαινόταν σαν αστείο ή μια φοβερή παρεξήγηση όταν ανακοινώθηκε για πρώτη φορά, το ηλεκτρικό roadster MG Cyberster τα καταφέρνει εντυπωσιακά καλά διασχίζοντας τον B974, τον παλιό στρατιωτικό δρόμο στο νότιο Cairngorms.
WHAT CAR
Ενα ηλεκτρικό roadster από την MG; Ενα ηλεκτρικό roadster που μοιάζει να έχει πάρει το όνομά του από έναν μισοξεχασμένο χαρακτήρα των Transformers;
Βάλτε στην άκρη τις απόψεις σας για τα ορθολογικά αυτοκίνητα εσωτερικής καύσης και τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της τρέχουσας γκάμας της κινεζικής MG και επικεντρωθείτε στο εξαιρετικό ηλεκτρικό hot hatch MG 4, στην έκδοση XPower που δεν έπιασε ακριβώς τον στόχο, αλλά έδειξε μια κάποια φιλοδοξία.
Αν το δούμε μέσα από αυτό το πρίσμα, και έχοντας κατά νου την επιθυμία της εταιρείας να γιορτάσει τα 100 χρόνια αυτοκινήτων με την επωνυμία MG, μερικά από τα οποία ήταν σπορ roadster, ίσως να έχει νόημα.
Το Polestar 6, η Porsche Boxster και η BMW Z4 της επόμενης γενιάς απέχουν ακόμα μερικά χρόνια, και το νέο Tesla Roadster φαίνεται να είναι ένα μόνιμο απωθημένο του Musk. Και όταν αυτοί οι αντίπαλοι φτάσουν στις εκθέσεις πιθανότατα θα είναι σημαντικά ακριβότεροι από το MG.
Το γεγονός και μόνο ότι υπάρχει είναι αρκετά περίεργο, ειδικά δεδομένης της απροθυμίας άλλων mainstream κατασκευαστών να βάλουν στην παραγωγή ηλεκτρικά διθέσια. Το ότι είναι πραγματικά διασκεδαστικό να το οδηγείς είναι ακόμα πιο απροσδόκητο. Ενα ξεχωριστό αυτοκίνητο αξίζει ένα ιδιαίτερο σκηνικό. Τα βουνά Cairngorm είναι μερικές φορές μποτιλιαρισμένα με ποδήλατα και τροχόσπιτα -μερικές φορές είναι ψυχρά, υγρά και ανήλιαγα- και μερικές φορές είναι όλα αυτά μαζί.
Αλλά σήμερα είναι έρημα και απολαμβάνουν 25°C καλοκαιρινής λιακάδας κάτω από έναν μεγάλο γαλάζιο ουρανό που διανθίζεται από σύννεφα με καραμελένια χρώματα. Αυτή είναι η ευκαιρία του Cyberster να διαπρέψει χωρίς δικαιολογίες: αν δεν μπορεί να είναι απόλαυση η οδήγηση με τόσο καλό καιρό, σε τόσο δελεαστικούς δρόμους, τότε δεν είναι αρκετά καλό.
Το Cyberster είναι μεγαλύτερο απ’ ό,τι φαίνεται, πιο κοντά σε μια BMW Z4 παρά σε ένα Mazda MX-5, με μεταξόνιο 2.690 mm και κοντά μετατρόχια, βασισμένο στην ίδια πλατφόρμα που χρησιμοποιεί και το MG 4. Έχει τις ευχάριστες παραδοσιακές αναλογίες ενός roadster: χαμηλό, με ένα μακρύ ρύγχος που μοιάζει σαν να μπορεί να καταπιεί έναν V8, μια άνετη κεντρική καμπίνα κάτω από ένα μεγάλο παρμπρίζ, και ένα ψαλιδισμένο πίσω μέρος.
Μετά από μια αρκετά παρατεταμένη περίοδο κύησης -τα αρχικά σκίτσα και η μοντελοποίηση από την ομάδα σχεδιασμού της MG στο Λονδίνο ξεκίνησαν το 2017- το Cyberster πήρε το πράσινο φως και πέρασε στην παραγωγή ώστε να εξασφαλιστεί ότι το αυτοκίνητο θα βγει στην αγορά το 2024, συμπίπτοντας με την εκατονταετηρίδα της MG. Εξ ου και η επετειακή σήμανση 100th Anniversary στα πλευρά του.
Η γκάμα των δύο μοντέλων είναι αναζωογονητικά απλή. Και τα δύο χρησιμοποιούν μια μπαταρία 74,4 kW (ωφέλιμη) με ενσωματωμένο φορτιστή 7 kW. Η μέγιστη δυνατότητα φόρτισης είναι 144 kW – τίποτα το ιδιαίτερο για τα σημερινά δεδομένα, αλλά αρκετά καλή για μια φόρτιση από 10% έως 80% σε 38 λεπτά σε έναν ταχυφορτιστή, ή πάνω από 10 ώρες σε έναν οικιακό επιτοίχιο φορτιστή 7 kW.
Το πισωκίνητο Trophy τροφοδοτείται από έναν κινητήρα με απόδοση 340 PS και 475 Nm ροπής. Οι επιδόσεις είναι σβέλτες: 5,0″ από στάση στα 100 km/h και 195 km/h τελική ταχύτητα. Ζυγίζει 1.885 kg και η αυτονομία του κατά WLTP είναι 508 km.
Η τετρακίνητη ναυαρχίδα GT είναι το ισχυρότερο MG παραγωγής όλων των εποχών. Διαθέτει επιπλέον 260 PS και 400 Nm ροπής από ένα δεύτερο ηλεκτρικό μοτέρ που κινεί τον μπροστινό άξονα και είναι υπεύθυνο για την τεράστια αύξηση των επιδόσεων σε σχέση με το Trophy.
Η συνδυαστική ισχύς και η ροπή εκτοξεύονται στους 503 PS και 725 Nm αντίστοιχα, το 0-100 km/h μειώνεται σε 3,2″ και η τελική ταχύτητα φτάνει τα 201 km/h. Τα μειονεκτήματα; Το απόβαρο ανεβαίνει κατά 100 kg, στα 1.985 kg και η αυτονομία κατά WLTP μειώνεται στα 444 km. Για να δώσουμε μια τάξη μεγέθους, ο χρόνος των 3,2″ για το 0-100 km/h είναι ίδιος με αυτόν της McLaren F1. Τρελό.
Περιμένουμε αυτές τις ψαλιδωτές πόρτες να γλιστρήσουν και ν’ ανοίξουν προς τα πάνω, ρίχνουμε την ηλεκτρική υφασμάτινη οροφή με το πάτημα ενός κουμπιού και ξεκινάμε περνώντας από τη North Water Bridge και το Fettercairn για να πάρουμε τον B974, την παλιά στρατιωτική οδό. Οι αρχικές εντυπώσεις είναι ανάμεικτες. Η MG ισχυρίζεται ότι η οριζόντια τοποθέτηση των κυψελών της μπαταρίας σημαίνει ότι η μπαταρία έχει βάθος 110 mm.
Παρ’ όλα αυτά, τα ηλεκτρικά ρυθμιζόμενα καθίσματα μοιάζουν σαν να έπρεπε να είναι δύο πόντους χαμηλότερα. Το έδρανο του καθίσματος είναι σταθερό και κοντύτερο απ’ όσο θα ήθελα – αισθάνομαι ότι είναι υπερβολικά οριζόντιο και δεν έχει στήριξη κάτω από τα γόνατα. Και το τελείωμα του παρμπρίζ βρίσκεται πολύ κοντά στο μέτωπό μου. Αυτές οι αδυναμίες ξεπερνιούνται από την εκπληκτικά καλή -όχι, κάντε το εξαιρετική- ποιότητα κύλισης.
Με ανοιχτή οροφή σε χαμηλές ταχύτητες, η καμπίνα του Cyberster είναι σχεδόν αθόρυβη, δημιουργώντας την αίσθηση ότι παρακολουθείς μια ταινία με την ένταση του ήχου πολύ χαμηλά. Υπάρχει ελάχιστος στροβιλισμός από τον άνεμο, ελάχιστο μουρμουρητό από τους διπλούς ηλεκτροκινητήρες, η ανάρτηση γλιστρά απαλά στο γεμάτο ανωμαλίες οδόστρωμα, η καμπίνα δεν τρίζει ούτε κροταλίζει και ο καλά υπολογισμένος τεχνητός θόρυβος είναι ένα ελάχιστα αντιληπτό μουρμουρητό στο παρασκήνιο.
Καθώς κατευθυνόμαστε βόρεια προς τη γέφυρα του Dye και επιταχύνουμε τον ρυθμό. Το GT συνεχίζει να εντυπωσιάζει. Διατρέχει τον δρόμο με έναν όμορφα ελεγχόμενο τρόπο που οι ιδιοκτήτες της Jaguar και της Lotus θα αναγνωρίσουν. Ο έλεγχος του αμαξώματος σε όλες τις ταχύτητες είναι εξαιρετικός. Μόνο σε πραγματικά απότομες τιμονιές αισθάνεσαι ότι το πλαίσιο λυγίζει ελαφρώς.
Οταν προσθέσεις το ηλεκτρικό τιμόνι που είναι γρήγορο και ακριβές, τα φρένα που δαγκώνουν αμέσως, την κατανομή βάρους 50:50 εμπρός-πίσω και ροπή περισσότερη από ένα τρακτέρ, το αποτέλεσμα είναι ένα αυτοκίνητο με μια ρέουσα συμπεριφορά που κάνει το πολύ γρήγορο ταξίδι σε ανοιχτούς και κυματιστούς δρόμους απόλαυση για τον οδηγό.
Οι επιφυλάξεις μου διαψεύδονται. Το Cyberster δεν είναι μόνο το πρώτο μοντέλο μιας νέας κατηγορίας, αλλά και ένα αυτοκίνητο που συγχρόνως τραβάει τα βλέμματα και έχει γνήσια δυναμικά χαρακτηριστικά.
Μπράβο στον επικεφαλής μηχανικό της MG UK, Steve Garside, και στην ομάδα του που εδρεύει στο Longbridge, και φτιάχνει το πλαίσιο. Κατευθυνόμαστε δυτικά στο Strachan με στόχο το Ballater, με το Cyberster να μην ενοχλείται από τη μεγάλη ποικιλομορφία των επιφανειών του B976 και να συνδυάζει τις στροφές και τις καμπές με μια ικανοποιητική ροή και αυτοπεποίθηση.
Μέχρις ενός σημείου κρύβει απίστευτα καλά αυτό το βάρος των 1.985 kg, μερικές φορές φαίνεται ότι είναι 500 kg ελαφρύτερο, ενθαρρύνοντάς σε να απολαύσεις την ικανότητά του να καλύπτει γρήγορα την απόσταση με χαλαρό και ψύχραιμο τρόπο. Αν όμως ξεπεράσεις το εύρος που βολεύεται περισσότερο, οι νόμοι της φυσικής θα υπερκεράσουν τη μηχανική νοημοσύνη της MG. Δεν υπάρχει πραγματική ανταμοιβή προκειμένου να ανασκουμπωθείς και να ωθήσεις το Cyberster στα άκρα.
Αυτό μπορεί να λειτουργήσει σε ένα MX-5, μια Boxster S ή μια Jaguar F-Type, αλλά το MG δεν είναι αυτό το είδος αυτοκινήτου. Πρόκειται για ένα ηλεκτρικό roadster δύο τόνων με τετρακίνηση και ενώ η ολοένα και μεγαλύτερη ταχύτητα στις στροφές είναι εφικτή, δεν πρόκειται για ένα αυτοκίνητο που «καπνίζει» ελαστικά και μπορεί να ρυθμιστεί με το γκάζι. Για να αποφύγεις την απογοήτευση καλύτερα να σκεφτείς το Cyberster ως ένα grand tourer.
Στο Ballater παίρνουμε τον εγκαταλελειμμένο A93 που ακολουθεί την πορεία του ποταμού Dee μέχρι το Balmoral. Είναι μια καλή ευκαιρία να πειραματιστούμε με τα τέσσερα προγράμματα οδήγησης του MG -Comfort, Custom, Sport και Track- τα οποία είναι προσβάσιμα από το δεξί χειριστήριο πίσω από το τιμόνι. Μέσω αυτών αλλάζουν το επίπεδο υποβοήθησης του τιμονιού, η χαρτογράφηση του γκαζιού, η κατανομή της ροπής μεταξύ του μπροστινού και του πίσω άξονα και ο κλιματισμός.
Το Comfort είναι ακριβώς αυτό που λέει: ένα πιο χαλαρό δεξί πεντάλ, έντονη υποβοήθηση στο τιμόνι και τετρακίνηση όπου χρειάζεται. Η λειτουργία Sport οξύνει την απόκριση στο γκάζι, βαραίνει το τιμόνι και ενεργοποιεί την τετρακίνηση πλήρους απασχόλησης. Η λειτουργία Custom σάς επιτρέπει να κάνετε τη δική σας επιλογή και η λειτουργία Track, που θα δοκιμάσετε μία φορά, ανεβάζει τα πάντα στο επίπεδο…11.
Ωρα να δοκιμάσουμε το launch control. Επιλέγουμε τη λειτουργία Sport με απενεργοποιημένο το ESC. Το αριστερό πόδι στα φρένα, το δεξί πόδι καρφώνει το γκάζι με τη μεγάλη διαδρομή στο πάτωμα. Περιμένουμε να εμφανιστεί το μικροσκοπικό μπλε σύμβολο του διαστημικού πυραύλου στον πίνακα οργάνων και το ταχύμετρο να μιμηθεί την ταχύτητα δίνης του Star Trek και στη συνέχεια αφήνουμε το αριστερό πόδι από τα φρένα.
Ακούγεται ένα αρχικό σφύριγμα και από τα τέσσερα ελαστικά και στη συνέχεια ο ορίζοντας προσγειώνεται γρήγορα μέσα στην αγκαλιά σου. Δεν υπάρχει καμία επιβράδυνση. To MG φτάνει σε τριψήφιες ταχύτητες με μια αγριότητα που είναι εν μέρει ξεκαρδιστική και εν μέρει δυσάρεστη.
Το δοκιμάζουμε άλλη μια φορά. Ο ίδιος συνδυασμός γαλήνης και τρέλας που αναστατώνει τα σωθικά. Να πάρει… Τουλάχιστον τα φρένα της Brembo -δίσκοι 365×30 mm που δαγκώνουν τετραπίστονες δαγκάνες εμπρός και πίσω μονάδες 356×25 mm με μονοπίστονες δαγκάνες- επιβραδύνουν με μια σιγουριά που εμπνέει εμπιστοσύνη.
Υπάρχει μια ευχάριστα συνεπής αίσθηση κατά την επιβράδυνση ακόμη και από ταχύτητες «ώνασουγα…», χωρίς να διακρίνεται το κενό ανάμεσα στην ηλεκτρική ανάκτηση και τις μηχανικές δαγκάνες. Αρχίζουμε να εξερευνούμε βορειότερα από το Ballater, παίρνοντας δρόμους που διασχίζουν σαν κορδέλες το Εθνικό Πάρκο Cairngorms προτού επιστρέψουμε δίπλα στο πέρασμα Cairnwell, μετά το χιονοδρομικό κέντρο Glenshee.
Κάπου εδώ σταματάω για να αφομοιώσω την καμπίνα του Cyberster. Εχει πολλή δουλειά. Το κόκπιτ αποτελείται από τρεις επίπεδες οθόνες και υπάρχει μια τέταρτη στην κεντρική κονσόλα. Η ευκρίνεια των γραφικών είναι εντυπωσιακή και μόλις περάσετε μια ώρα περίπου για να εξερευνήσετε το σύστημα, τα χειριστήρια με το σύρσιμο και το τσίμπημα των δαχτύλων γίνονται εξίσου διαισθητικά.
Ωστόσο, το αριστερό μου χέρι στο τιμόνι κρύβει την οθόνη του δορυφορικού συστήματος πλοήγησης. Επίσης η πρόσβαση στα email και η πρόγνωση του καιρού χρησιμοποιώντας τα μενού στη δεξιά οθόνη κατά την οδήγηση φαίνονται εντελώς περιττά.
Η κατασκευή του είναι προσεγμένη, με ραφές που ευθυγραμμίζονται με ακρίβεια, ευχάριστα υλικά που χρησιμοποιούνται στα περισσότερα σημεία επαφής και μια απολαυστική συνολική συνοχή. Υπάρχουν όμως και κάποιες πτυχές που ενοχλούν.
Το μείγμα των χειριστηρίων είναι περίεργο: τα βασικά κουμπιά ελέγχου του κλιματισμού, ομαδοποιημένα πάνω από την κεντρική οθόνη, είναι απτικά, αλλά όλα τα υπόλοιπα στην κεντρική κονσόλα χρησιμοποιούν φυσικούς διακόπτες. Ο μοχλός του χειρόφρενου είναι περίεργα τοποθετημένος κάτω από το δεξί μου γόνατο, μαζί με έναν παλαιάς κοπής επιλογέα ρύθμισης των προβολέων.
Δεν μου αρέσει ιδιαίτερα το μαύρο φινίρισμα με μαγνήτη δακτυλικών αποτυπωμάτων στα κουμπιά των θυρών και της οροφής και οι διακόπτες επιλογής PRND είναι υπερτονισμένοι. Ο χειρότερος οπτικός θύτης είναι το γυαλιστερό υλικό στην κεντρική κονσόλα.
Υπάρχει ένας χρήσιμος δικτυωτός χώρος πίσω από τα καθίσματα για μαλακές τσάντες και σακάκια, αλλά οι οδηγοί άνω των 1,80 m μάλλον θα προτιμούσαν μερικά εκατοστά περισσότερο χώρο για τα πόδια. Η θύρα στην κεντρική κονσόλα για το κινητό είναι πάντως μια ωραία πινελιά.
Διανύσαμε λίγο περισσότερα από 293 km χωρίς το Cyberster να δώσει λόγο ανησυχίας για την αυτονομία του. Μια γρήγορη περιήγηση στο μενού της δεξιάς οθόνης δείχνει ότι έχουμε καταναλώσει κατά μέσο όρο 23,9 kWh/100 km, πολύ πάνω από την επίσημη τιμή των 16,8 kWh/100 km, αλλά κατανοητό δεδομένου του πόσο πολύ απολαύσαμε τον καταιγιστικό ρυθμό του Cyberster στην ύπαιθρο.
Κατευθυνόμαστε προς το γραφικό Stonehaven, με τα παιδιά να κολυμπάνε στο λιμάνι, το άρωμα του ψαριού και των πατατών και τους αμέτρητους γλάρους που γυροφέρνουν. Είναι η γενέτειρα του Ρόμπερτ Τόμσον, ο οποίος το 1847 κατοχύρωσε με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας το πνευματικό ελαστικό.
Χρησιμοποιώντας το Zapmap κυνηγάμε τον μοναδικό γρήγορο φορτιστή που μπορούμε να βρούμε – μια μονάδα 44 kW. Δεν θα έπρεπε να είχαμε μπει στον κόπο. Αφού περιμένω αιώνες για να κατεβάσω την εφαρμογή φόρτισης και στη συνέχεια πληκτρολογώ τα προσωπικά και τραπεζικά μου στοιχεία τρεις φορές πριν γίνουν αποδεκτά, η εφαρμογή στη συνέχεια καταρρέει.
Ετσι συνεχίζω νότια κατά μήκος της ακτής μέχρι το Montrose για να γεμίσω με έναν φορτιστή For:Ev 160 kW (που τα βρίσκουν αυτά τα ονόματα…) πριν επιστρέψω στο Cairngorms για να κυνηγήσω τον ήλιο που δύει με ένα αυτοκίνητο που γίνεται όλο και πιο ελκυστικό και απολαυστικό με κάθε χιλιόμετρο. Μια πραγματικά καλή μέρα.
Τα αυτοκίνητα στην Ελλάδα θα φτάσουν στις αντιπροσωπείες τον Οκτώβριο. Ο David Allison, επικεφαλής του τμήματος προϊόντων και σχεδιασμού της MG, δεν έχει αυταπάτες σχετικά με την αναβάθμιση που αντιπροσωπεύει το roadster. «Είναι ένα μεγάλο βήμα για εμάς», μου λέει. Μέχρι τώρα το πιο ακριβό MG ήταν το MG 4 X Power. Αλλά το Cyberster αντιπροσωπεύει ένα πραγματικά εμβληματικό μοντέλο για εμάς». Η σύνδεσή του με τα παλιά MG βρετανικής κατασκευής είναι υπερβολική, αλλά το Cyberster είναι ένα εξαιρετικό grand tourer.
Είναι πολύ καλύτερο από όσο χρειάζεται να είναι, ένα αυτοκίνητο που μπορεί με αυτοπεποίθηση να σταθεί μόνο του. Ναι, υπάρχουν ψηφιακά φτιασίδια και εργονομικές ιδιορρυθμίες, αλλά οι μηχανολογικές βάσεις αυτού του αυτοκινήτου είναι εντυπωσιακά υγιείς.
Προσφέρει μια σπουδαία ταξιδιωτική εμπειρία που δεν μοιάζει με οτιδήποτε άλλο, είναι διαθέσιμο σήμερα, και θα το κάνει για αρκετό καιρό ακόμα. Μπράβο στην MG. Είμαστε πολύ χαρούμενοι που υπάρχει το Cyberster. Ακόμα κι αν ακούγεται σαν να έχει πάρει το όνομά του από έναν κακοποιό σε ένα μπλοκμπάστερ του Michael Bay.
ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΠΩΣ «ΒΡΕΤΑΝΙΚΟ»
Μπορεί να παράγεται στο εργοστάσιο Fujian της SAIC στην Κίνα, αλλά μεγάλο μέρος της ανάπτυξης του Cyberster έγινε από την ομάδα των 40 μηχανικών της MG στο Longbridge, την ίδια μικρή ομάδα που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη ρύθμιση της δυναμικής του MG 4 ώστε να αρέσει στους Ευρωπαίους οδηγούς. Μέσα σε 18 μήνες τελειοποίησαν τα ελατήρια και τα αμορτισέρ της εμπρός ανάρτησης με διπλά ψαλίδια και της πίσω ανάρτησης με πολλαπλούς συνδέσμους, επαναρύθμισαν το ηλεκτρικό σύστημα διεύθυνσης και τοποθέτησαν αναβαθμισμένες αντιστρεπτικές ράβδους. Επέλεξαν τα ελαστικά Pirelli P Zero Elect, επεξεργάστηκαν το σύστημα αποσυμπίεσης και εισήγαγαν μια λειτουργία οδήγησης με ένα πεντάλ – ένα απαραίτητο στοιχείο για ένα μεγάλο, άνετο roadster. Oλα τα ηλεκτρονικά συστήματα και η συνδεσιμότητα του χρήστη (οθόνες, γραφικά και διεπαφές χρήστη, καθώς και τα συστήματα κλιματισμού, ήχου και πλοήγησης) αναθεωρήθηκαν για τις αγορές της Ευρώπης, όπως εξάλλου και όλα τα συστήματα ασφαλείας. Πολύς χρόνος αφιερώθηκε στη δοκιμή της απόδοσης φόρτισης του MG σε διάφορους οικιακούς και εμπορικούς φορτιστές. Η ομάδα μηχανικών βρήκε επίσης τον χρόνο να επανασχεδιάσει τα καθίσματα για μεγαλύτερη στήριξη και άνεση σε μεγάλες αποστάσεις, να προσθέσει ένα αλεξηνέμιο για να μειώσει τους στροβιλισμούς στην καμπίνα και να επανασχεδιάσει την εσωτερική διάταξη του χώρου αποσκευών των 249 lt, ώστε να μπορεί να «καταπιεί» ένα σετ μπαστούνια του γκολφ.
TECH
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ: Δύο ηλεκτροκινητήρες, συνδυαστική ισχύς 510 PS, 725 Nm
ΜΠΑΤΑΡΙΑ: 77 kWh (74,4 net)
ΚΙΒΩΤΙΟ: ΑΥΤΟΜΑΤΟ ΜΟΝΗΣ ΣΧΕΣΗΣ
ΜΕΤΑΔΟΣΗ: στους 4 ΤΡΟΧΟΥΣ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ: ΔΙΠΛΑ ΨΑΛΙΔΙΑ (Ε) / ΠΟΛΛΑΠΛΩΝ ΣΥΝΔΕΣΜΩΝ (Π)
0-100 KM/H: 3,2’’
ΤΕΛΙΚΗ ΤΑΧΥΤΗΤΑ: 200 km/h
ΜΕΣΗ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ: 16,8 kWh/100 km
ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ: 443 km (WLTP)
ΦΟΡΤΙΣΗ: DC 144 Kw (0-80% σε 38 λεπτά), AC 7Kw (0-100% σε 10,5 h)
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ (Μ/Π/Y): 4.535/1.913/1.329 mm
ΜΕΤΑΞΟΝΙΟ: 2.690 mm
ΧΩΡΟΣ ΑΠΟΣΚΕΥΩΝ: 249 lt
ΒΑΡΟΣ: 1.985 kg|
ΤΙΜΗ: –